πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Γκογκέν, Πολ — (Paul Gauguin, Παρίσι 1848 – Ατουάνα, νησιά Μαρκέσας 1903).Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους αναμορφωτές της μοντέρνας ζωγραφικής με ευρύτατη επίδραση σε πολλά πρωτοποριακά ρεύματα του 20ού αι. Άρχισε να ζωγραφίζει μετά τα 25 του… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
Βακενρόντερ, Βίλχελμ Χάινριχ — (Wilhelm Heinrich Wackenroder, Βερολίνο 1773 – 1798). Γερμανός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, σπούδασε στο Ερλάνγκεν και στο Γκέτινγκεν. Μαζί με τον Τικ, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, επεχείρησε ένα είδος πνευματικού προσκυνήματος σε… … Dictionary of Greek